- ὀρνιθοσκοπίας
- ὀρνιθοσκοπίᾱς , ὀρνιθοσκοπίαfem acc plὀρνιθοσκοπίᾱς , ὀρνιθοσκοπίαfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.